- ταπεινῆς
- ταπεινόςlowfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 … Dictionary of Greek
Costas Montis — Κώστας Μόντης Born 1914 Famagusta, Cyprus Died 2004 Nicosia, Cyprus Occupation poet, novelist, playwright Costas Montis (Greek: Κώστας Μόντης, 1914–2004), was an influential and prolific Cypriot poet, novelist … Wikipedia
άγενος — (I) η, ο ο ταπεινής καταγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἀγενής]. (II) η, ο [γένι] 1. αυτός που δεν έχει ακόμη γένια, αγένειος, αγένειαστος 2. άπειρος … Dictionary of Greek
άτυχος — η, ο (Α ἄτυχος, ον) 1. αυτός που δεν έχει τύχη, κακότυχος 2. ο ταπεινής καταγωγής 3. εκείνος που δεν φέρνει καλή τύχη, καταραμένος 4. κακός, πονηρός 5. δύστροπος νεοελλ. ανέντιμος μσν. 1. ελεεινός, τιποτένιος 2. ανόητος 3. εξαντλημένος, αδύνατος … Dictionary of Greek
αγέννητος — και γος, η, ο (Α ἀγέννητος, ον) αυτός που δεν γεννήθηκε, που δεν υπάρχει νεοελλ. 1. αυτός που δεν γεννήθηκε από άλλον, ο αυθύπαρκτος 2. αυτός που δεν γέννησε ακόμη 3. το αρσ. ως ουσ. ο αγέννητος α) ο διάβολος β) πανούργος, πονηρός άνθρωπος αρχ. 1 … Dictionary of Greek
αγεννής — ἀγενής, ές (Α) 1. ο ταπεινής καταγωγής 2. ευτελής, πρόστυχος, χυδαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γέννα. ΠΑΡ. αρχ. ἀγέννεια] … Dictionary of Greek
δειλός — ή, ό (AM δειλός, ή, όν) αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει θάρρος, άτολμος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δειλά φοβισμένες ενέργειες 2. φρ. «κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης» είναι προτιμότερο να φοβάται κανείς τον κίνδυνο και να σωθεί … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κακοπατρίδης — κακοπατρίδης, αιολ. τ. κακοπατρίδας, ὁ (Α) κακόπατρις*, ταπεινής καταγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πατρίς, ίδος (πρβλ. ευ πατρίδης)] … Dictionary of Greek
κακόπατρις — κακόπατρις, άτριδος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει άσημο πατέρα, ο ταπεινής, χαμηλής καταγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πατρις (< πατρίς), πρβλ. πολύ πατρις, φιλό πατρις] … Dictionary of Greek